Ἀριθμ. Πρωτ.:
560
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ τοῦ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΛΑΓΚΑΔΑ, ΛΗΤΗΣ & ΡΕΝΤΙΝΗΣ κ.κ. ΙΩΑΝΝΟΥ
Ἐπί τῇ Ἑορτῇ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Πρός τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ, Λητῆς
καί Ρεντίνης
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός θέλησε νά καλέσῃ τήν Παναγίαν Μητέρα Του
εἰς τήν χαράν καί τήν δόξαν τοῦ Οὐρανοῦ, ἔστειλε τρεῖς ἡμέρες πρίν τόν Ἀρχάγγελον,
γιά νά Τῆς μεταφέρῃ τό Μήνυμα ὅτι εἶναι καιρός πλέον νά πορευθῇ τόν δρόμον πρός
τήν αἰώνιον ζωήν καί ἀφθαρσίαν πού χαρίζει ὁ Υἱός της.
Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος στόν Ἀρχάγγελον νά μεταφέρῃ αὐτό τό Μήνυμα λέγοντάς
Της ὅτι ἡ πορεία πρός τόν Υἱόν της εἶναι μία πορεία πρός τήν ζωήν. Ἐκείνη μόλις
ἀκούει ἀπό τόν Ἄγγελον τό ὑπερφυές αὐτό Μήνυμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί καθώς μέσα
στήν καρδιά Της ἦταν μεγάλη ἡ ἀγάπη γιά αὐτήν τήν στιγμήν κατά τήν ὁποίαν θά μετέβαινε
κοντά στόν Υἱόν της, ἔρχεται καί προσεύχεται μέ ἕναν ξεχωριστόν τρόπον είς τό Ὄρος
τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου συνήθιζε νά προσεύχεται. Ὅταν, ὅμως, αὐτή τή φορά πῆγε νά προσευχηθῇ,
ὅλα τά φυτά καί ὅ,τι ὑπῆρχε ἀπό τά δένδρα τοῦ κήπου ἔσκυβαν γιά νά Την προσκυνήσουν,
σάν νά ἐπρόκειτο γιά ἔμψυχα ὄντα. Μέ αὐτόν, ὅμως, τόν τρόπον χαιρετούσαν Ἐκείνην
πού ἔφερε εἰς τόν κόσμον τήν πνοήν τῆς Καινούργιας Ζωῆς, τῆς ζωῆς τῆς Ἀφθαρσίας
καί τῆς Ἀθανασίας. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τήν προσευχήν της ἡ Παναγία, ἐπέστρεψε στό σπίτι
της και, ἀφοῦ στόλισε τό σπίτι καί μοίρασε ὅλα τά ὑπάρχοντά της καί εὐχαρίστησε
τόν Θεόν, κάλεσε ὅλους τούς συγγενείς καί τούς γείτονες καί ἀφοῦ ἐτοίμασε ὅλα ἐκείνα
πού ἦσαν ἀπαραίτητα καί προβλέπονταν διά τήν ταφήν, ἐτοίμασε τήν κλίνην Της τήν
νεκρικήν φανερώνοντας τά ὅσα πρός Αὐτήν ἀνήγγειλε ὁ Ἄγγελος.
Ὅταν ἄκουσαν οἱ γυναῖκες καί οἱ φίλοι τῆς Παναγίας μας τό γεγονός ἄρχισαν
νά θρηνοῦν καί νά κλαῖνε, διότι ἐπρόκειτο νά Την ἀποχωρισθοῦν. Ἐκείνη, ὅμως, τους
διαβεβαίωνε ὅτι πάντοτε θά μένει κοντά τους καί πάντοτε θά τους σκεπάζει μέ τήν
προσευχήν καί μέ τήν ἀγάπην πού πάντοτε ἔδειχνε πρός αὐτούς. Καθώς, λοιπόν, συμβαίνουν
ὅλα αὐτά στό σπίτι, ξαφνική βίαια βροντή ἀκούγεται καί ἐπιστασία νεφελῶν φανερώνεται
ἡ ὁποία μεταφέρει ἀπό ὅλα τά πέρατα τοῦ κόσμου ἀθρόους στήν οἰκίαν τῆς Θεομήτορος
τούς μαθητάς ἀλλά καί ἱεράρχας, ὅπως Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Ἱερόθεος, Τιμόθεος
καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἔμαθαν τήν αἰτίαν τῆς ἀθρόας τους παρουσίας, ἄρχισαν
νά Τῆς λένε ὅτι καθώς ἔβλεπαν Ἐκείνην εἰς τόν κόσμον παρηγορούνταν. Τώρα ὅμως,
πώς θά μπορέσουν χωρίς τήν παρουσίαν Της νά ζοῦν τήν παρηγορίαν, ἀφοῦ Αὐτή μεταβαίνει
ἀπό τά ἐγκόσμια εἰς τά ὑπερκόσμια; Ἐκφράζουν τήν χαράν τους ἀλλά μέ τά δάκρυα βρέχουν
τά πρόσωπά τους καί ἡ Παναγία μας ἀπευθύνεται σέ αὐτούς: «Δέν εἶσθε φίλοι τοῦ Υἱοῦ
καί Θεοῦ μου; Μήν κάνετε πένθος τήν δικήν μου χαράν ἀλλά τό δικό μου σῶμα καθώς
ἐγώ θά σχηματίσω στό κρεβάτι νά το κηδεύσετε».
Γιά τήν Παναγίαν μας τό γεγονός τοῦ θανάτου εἶναι γεγονός χαρᾶς. Γιά τούς
φίλους, ὅμως, καί γιά τούς γνωστούς καί τούς μαθητάς εἶναι γεγονός ὀδύνης. Ὅμως,
ὅταν ὅλα αὐτά τά γεγονότα συμβαίνουν σέ μίαν ἀτμόσφαιραν γεμάτην ἀπό τήν χάριν καί
τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γλώσσα ἀδυνατεῖ νά περιγράψῃ τό μεγαλεῖον. Καθώς,
λοιπόν, φθάνουν οἱ Ἀπόστολοι ἔρχεται καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος πέφτει στά
πόδια τῆς Παναγίας μας, προσκυνᾷ καί ἀνοίγει τό στόμα του καί διά πολλῶν λόγων Τήν
ἐγκωμιάζει: «Χαῖρε, λέγων, ὦ Μῆτερ τῆς ζωῆς, καὶ τοῦ ἐμοῦ κηρύγματος ἡ ὑπόθεσις
διατί, καὶ ἐγὼ δὲν εἶδον σωματικῶς ἐπὶ τῆς γῆς τὸν Υἱόν σου, ἐσένα ὅμως βλέποντας,
ἐνόμιζον ὅτι βλέπω ἐκεῖνον τὸν ἴδιον». Ὕστερα, ἡ Παναγία μας ξαναπέφτει στό κρεβάτι,
σχηματίζει τό ἄχραντον Αὐτῆς, ὡς ἡβουλήθη, σῶμα καί κάνει τήν προσευχήν Της γιά
τήν εἰρήνην τοῦ κόσμου καί τήν εὐλογίαν τῶν ἀνθρώπων. Τους γεμίζει μέ τίς εὐλογίες
καί παραδίδει στά χέρια τοῦ Υἱοῦ της καί Θεοῦ τό ἅγιόν Της πνεῦμα. Ἀρχίζει ἀμέσως
ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τούς ἐξοδίους ὕμνους καί σηκώνουν οἱ ὑπόλοιποι τῶν Ἀποστόλων
τήν κλινίδιον καί ἄλλοι προπορεύονται μέ λαμπάδες καί ὑμνωδίες καί ἄλλοι ἀκολουθοῦν
τό θεομητορικόν σῶμα πηγαίνοντας πρός τό μνῆμα. Τότε οἱ Ἄγγελοι ὑμνοῦν, ἀκούγονται
οὐράνιες φωνές, ὑπερκόσμιες τάξεις γεμίζουν τόν ἀέρα. Καί τότε οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ
ἄρχοντες καθώς βλέπουν αὐτήν τήν οὐράνιαν σκηνήν καί καθώς δέν ἀντέχουν στήν οὐράνιαν
δόξαν τῆς Θεομήτορος πείθουν νά προσέλθῃ ἐκεῖ πού εἶναι τοποθετημένον τό ζωαρχικόν
σῶμα καί νά το ἀνατρέψῃ κάποιος ἀπό τοῦς Ἰουδαίους πού ζοῦσε μέσα στό σκοτάδι τῆς
κακίας καί τῆς ἀγνωσίας . Ἀλλά ἤδη ὅσοι ἐτόλμησαν νά ἐπιχειρήσουν ὅλην αὐτήν τήν
ὑπόθεσιν χάνουν τό φῶς τους. Αὐτός δέ ὁ ὁποῖος τολμᾷ νά πλησιάσῃ μέ τά βέβηλα χέρια
καί νά ἀκουμπήσῃ τό ἄχραντον σῶμα τῆς Θεομήτορος, πρίν ἀκόμη πλησιάσει καί πρίν
ἀκόμη ἐπιτελέσει μέ τό χέρι τῆς αὐθαδείας τό μεγάλο ἀτόπημα, διά ξίφους Θείας Δίκης
κόπτονται τά χέρια του. Ὁ ἴδιος δε, χωρίς τά χέρια παραμένει ἐλεεινό θέαμα ἕως ὅτου
πιστεύει ὁ ἴδιος. Ζητᾷ τό ἔλεος καί ἀποκαθίσταται ὑγιής. Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί
αὐτοί πού τυφλώθηκαν, ἐπειδή ἐπίστευσαν καί μετανόησαν, μόλις ἀκούμπησαν ἕνα κομμάτι
ἀπό τό ὑφασμα τῆς νεκρικῆς κλίνης τῆς Παναγίας μας ἐθεραπεύθησαν.
Οἱ Ἀπόστολοι φθάνουν στό χωρίον Γεθσημανή καί καταθέτουν στό θεομητορικόν
μνῆμα τό ζωαρχικόν σῶμα καί τρεῖς ἡμέρες παραμένουν σέ αὐτό καί ἀκοῦν τίς Ἀγγελικές
ἀσίγαστες ὑμνωδίες. Ἐπειδή κατά Θείαν Οἰκονομίαν ἕνας ἀπό τούς Ἀποστόλους, ο Θωμάς,
ἔλειπε τήν ἡμέραν τῆς κηδείας τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος καί ἔφθασε τήν τρίτην ἡμέραν,
ὄντας μέ μεγάλην ἀθυμίαν καί ἐκφράζοντας τήν δυσαρέσκειάν του, γιατί δέν ἀξιώθηκε
νά εἶναι καί αὐτός μαζί μέ τούς ἄλλους, γιά νά βιώσῃ τήν ἴδιαν χαράν πού ἔζησαν
οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ καί αὐτός ἦταν ὁμότιμος μέ αὐτούς, ἐζήτησε καί ἄνοιξαν τόν τάφον,
γιά νά προσκυνήσῃ τό πανάγιον καί πανάμωμον ἑκεῖνο σκῆνος. «Καὶ ἰδόντες ἐξέστησαν.
Εὗρον γάρ αὐτόν κενόν τοῦ ἁγίου Σώματος, μόνην δὲ τὴν σινδόνα φέροντα, παραμύθιον
μείνασα τοῖς λυπεῖσθαι μέλλουσι καὶ πᾶσι τοῖς πιστοῖς, καὶ τῆς μεταθέσεως ἀψευδὲς
μαρτύριον. Καὶ γὰρ μέχρι τοῦ νῦν, ὁ ἐν πέτρᾳ διαγλυφεὶς τάφος οὕτως ὁρᾶται καὶ προσκυνεῖται,
σώματος μένων κενός, εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας».
Κενόν το Θεομητορικόν μνῆμα. «Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε.
Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς». Αὐτή ἡ ὑπόθεσις τοῦ γεγονότος
τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι τό γεγονός πού ἑορτάζομεν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
καθώς εἴμεθα συγκεντρωμένοι γύρω ἀπό τήν δικήν Της παρουσίαν. Ὅπως τότε, ἔτσι καί
τώρα ὑπάρχουν αὐτοί πού ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν παρουσίαν μας, ἀπό τήν παρουσίαν τοῦ
Κυρίου, ἀπό τήν παρουσίαν τῆς Θεοτόκου. Ὑπάρχουν καί αὐτοί πού ἀπλώνουν τά βέβηλα
χέρια, ὑπάρχουν καί αὐτοί πού ἔχουν σκοτισθεῖ καί δέν γνωρίζουν ποιό εἶναι τό ἀληθές
τους συμφέρον. Καί γιά αὐτούς ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι ἡμέρα ἀγάπης καί καταλλαγῆς.
Ἡ Παναγία τους καλεῖ σέ μετάνοια καί ἡ μετάνοια εἶναι ἐκείνη πού θά τούς χαρίσει
τό φῶς καί θά τούς θεραπεύσει τά κομμένα χέρια. Γιατί χέρια πού ἀπλώνονται βέβηλα
ἀπέναντι στό ἔργον τῆς Θείας Οἰκονομίας κόπτονται, ἀχρηστεύονται, παύουν νά ὑπάρχουν.
Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι πολέμιοι στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι εἶναι οἱ ἐπιλέγοντες τήν
βέβηλον συμπεριφοράν, ἄς μετανοήσουν, διότι ἡ βεβήλωσις εἶναι πράξις πού καθιστᾶ
τόν ἄνθρωπον ἀνενεργόν καί ἑπομένως τόν καθιστᾶ ἀπό ἄνθρωπον χαρᾶς, δόξης καί τιμῆς
εἰς ἐλεεινόν θέαμα.
Εὐχόμεθα ἡ χάρις τῆς Κυρίας Θεοτόκου νά χαρίζῃ πρός ὅλους μας τόν θεῖον
φωτισμόν καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά ζήσουμε τήν χαράν πού Ἐκείνη ἔζησε, καθώς αὐτή ἡ χαρά
τῆς Θεομήτορος μετατρέπει τό γεγονός τοῦ θανάτου, ἀπό γεγονός λύπης εἰς γεγονός
ἀναφαιρέτου χαρᾶς καί εὐλογίας.
Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα σέ ὅλους. Ἡ Παναγία μας νά προστατεύῃ καί νά
σκεπάζῃ τήν πατρίδα μας, τόν λαόν μας καί νά μᾶς στηρίζη, ὅλως ἰδιαιτέρως, στίς
δύσκολες στιγμές πού διερχόμεθα σήμερον. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Διάπυρος πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον Εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης Ἰωάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου